- νεοκριτικισμός
- Φιλοσοφικό ρεύμα που αναπτύχθηκε στη Γερμανία κατά το δεύτερο μισό του 19ου αι. Χαρακτηρίζεται από μια πρόθεση επιστροφής στον Καντ, ως αντίδραση από τη μια προς τον θετικιστικό ματεριαλισμό και από την άλλη προς τον ιδεαλισμό των ρομαντικών. Ο ν. εξελίχτηκε σε διάφορα ρεύματα, όπως το ρελατιβιστικό του Σίμελ και η σχολή του Μάρμπουργκ.
* * *ο(φιλοσ.) φιλοσοφική θεωρία που αποσκοπεί στην ανανέωση τού καντιανισμού.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neocriticism (< νε[ο]- + κριτικισμός)].
Dictionary of Greek. 2013.